- κοχλιωτός
- -ή, -ό1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. -ωτός (πρβλ. θολ-ωτός, ορκ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακοχλίωτος — η, ο [κοχλιωτός] 1. αυτός που δεν βιδώθηκε, ο αβίδωτος 2. αυτός που δεν έχει έλικα, βίδα … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek
ελικωτός — ή, ό 1. που έχει σχήμα έλικα, κοχλιωτός, βιδωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελικωτό βιδωτό καρφί για τη στερέωση των σιδηροτροχιών στους ξύλινους στρωτήρες (στις τραβέρσες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)